Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Το "μικρό Σικάγο" της Τουλόν

ΤΟΥΛΟΝ 30-10-2011
(Από το ημερολόγιο του Δ. Ντ.)

Κύλησε στα σοκκάκια μιας άγνωστης πόλης, που τις τελευταίες εβδομάδες ήταν η πόλη ΤΟΥ. Και θα ήταν ακόμα για αρκετό καιρό. Η πόλη ΤΟΥ. Μυρωδιές κάπως οικείες, εικόνες όχι εντελώς άγνωστες, φωνές και γλώσσες που κάτι του θύμιζαν. Η πόλη ΤΟΥ. Το σύνολο όμως… Το σύνολο αυτών των ελαφρώς οικείων πραγμάτων ήταν παντελώς ανοίκειο. Ίσως επειδή αυτή η οικειότητα είχε προέλθει από ταινίες, βιβλία, περιγραφές, ή και δικές του φαντασιώσεις. Η πόλη ΤΟΥ.

Έκανε εύκολα κάθε πόλη, πόλη ΤΟΥ. Δική του. Με το που έφτανε κάπου, αισθανόταν καλά, ήξερε πού και πώς να κινηθεί, κι αν δεν ήξερε, η διάθεση και η ενέργειά του να μάθει τον έκαναν τόσο ευχάριστο, που αποκλείεται να μην τον βοηθούσε κάποιος, ο οποιοσδήποτε, ο περαστικός, στο δρόμο. Κι αυτός δεν ντρεπόταν να ρωτήσει. Ντρεπόταν, αλλά όχι τόσο.
Στη δική του πόλη ήταν που αισθανόταν ξένος. Ξένος από τον εαυτό του πιο πολύ. Σαν η συνήθεια και η επανάληψη των ίδιων εικόνων, ανθρώπων, ‘καλημέρων’ δίπλα του, να έκανε τον εαυτό του να κρύβεται τρομαγμένος σε μια σπηλιά, κι αυτόν, να τον ψάχνει απεγνωσμένα.
Στις ξένες πόλεις όμως, τα καινούρια ερεθίσματα λειτουργούσαν σαν δόλωμα. Κι ο εαυτός του έβγαινε από την σπηλιά του, σαρκοφάγο που μυρίζει αίμα. Και πια έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Τόσο το καλύτερο.

Στην Τουλόν, αν έχεις διαβάσει το ‘Ρομπέρτο Τσούκο’, βλέπεις τους ήρωές του παντού. Ο βαρεμένος μπάτσος, η οικογένεια στα όρια της εξαθλίωσης, η πιτσιρίκα που ξέρει κι αυτή και όλοι ότι αν μείνει λίγο παραπάνω στο Μικρό Σικάγο, θα σκυλογαμηθεί, τα μπαρ, ο κόσμος ανάμεσα στην πλήξη και στον θυμό. Και παντού δρόμοι που μπορείς να σκοτώσεις και να μη το πάρει χαμπάρι κανείς, και δρόμοι που μπορείς να αποκλειστείς χωρίς περιθώριο διαφυγής.
Μια πόλη που υπήρξε κάτι, ζωντανό, έστω και άσχημο, και τώρα ακόμα κι αυτό το άσχημο έχει πεθάνει. Και υπάρχει η γοητεία του θανάτου. Η μυρωδιά του θανάτου που θυμίζει τι είναι η ζωή.






Ίσως από τα πιο ωραία πράγματα στην Τουλόν είναι η λαϊκή. Χαζεύεις. Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι νόστιμα πράγματα πρέπει να φτιάχνουν πίσω από τα ξεχαρβαλωμένα ξύλινα παράθυρα, με τις λάμπες χωρίς φωτιστικά. Φρούτα και λαχανικά και λουλούδια και μπαχαρικά και ελιές και τουρσιά από όλη τη μεσόγειο, ευρωπαϊκή και αφρικανική. Άραβες παντού, γαλλικά όχι εντελώς αναγνωρίσιμα, ‘σαλάμ αλέκομ’ παντού, κόσμος με σαγιονάρες, γυαλιά ηλίου και αλυσίδες χιπ-χοπ στο λαιμό. Τηλεοράσεις στο δρόμο που δείχνουν ράγκμπι ή βίντεο-κλιπ, σωματώδεις μαύροι με γούνες και απίστευτες γκόμενες με μπικίνι, ακριβά αυτοκίνητα και χρυσαφικά. Αυτά στην τηλεόραση. Έξω από την τηλεόραση, η επιθυμία για όλα αυτά. Στα καφέ γύρω από τη λαϊκή, βλέμματα λίγο πλάγια, μιλάνε για το Σάββατο βράδυ που πέρασε ή τη σκατοβδομάδα που έρχεται. Στη μέση της λαϊκής, μια εκκλησία, ανοίγει τις πόρτες της στο τέλος της λειτουργίας, Κυριακή μεσημέρι ακριβώς, και οι δύο κόσμοι έρχονται λίγο σε επαφή, αλλά δεν αναμειγνύονται ποτέ. Νερό και λάδι.



Το ‘Μικρό Σικάγο’ είναι γεμάτο και από καφενεία, καφενεία όχι καφέ, σαν αυτά που βρίσκεις σε πολλές ελληνικές επαρχιακές πόλεις, με τους ίδιους πελάτες εδώ και χρόνια και την ίδια αφίσα της κόκα-κόλας, ξεθωριασμένη και ξεφτισμένη πια. Εκεί μέσα, άραβες κυρίως, ακίνητοι, με βλέμμα στο κενό, με μια κούραση σαν να έχουν ζήσει ήδη 2-3 αιώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: